Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βίος
βίοτος
βίοω
βιόωνται
βιῴατο
βιῶναι
βιώτω
βλάβεν
βλάβω
βλάπτω
βλεῖο
βλεμεαίνω
βλέφαρον
βλήεται
βλῆτο
βλῆτρον
βληχή
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλωθρός
βλώσκω
View word page
βλεῖο
2 sing. aor. opt. pass. βάλλω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βλεῖο
Headword (normalized):
βλεῖο
Headword (normalized/stripped):
βλειο
IDX:
1758
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1759
Key:
Data
{'content': '<p>2 sing. aor. opt. pass. βάλλω.</p>'}