Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βία
βιός
βίος
βίος
βίοτος
βίοω
βιόωνται
βιῴατο
βιῶναι
βιώτω
βλάβεν
βλάβω
βλάπτω
βλεῖο
βλεμεαίνω
βλέφαρον
βλήεται
βλῆτο
βλῆτρον
βληχή
βλοσυρός
View word page
βλάβεν
3 pl. aor. pass. βλάπτω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βλάβεν
Headword (normalized):
βλάβεν
Headword (normalized/stripped):
βλαβεν
IDX:
1755
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1756
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. pass. βλάπτω.</p>'}