Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βιβρώσκω
βία
βιός
βίος
βίος
βίοτος
βίοω
βιόωνται
βιῴατο
βιῶναι
βιώτω
βλάβεν
βλάβω
βλάπτω
βλεῖο
βλεμεαίνω
βλέφαρον
βλήεται
βλῆτο
βλῆτρον
βληχή
View word page
βιώτω

3 sing. aor. imp. βιόω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιώτω
Headword (normalized):
βιώτω
Headword (normalized/stripped):
βιωτω
IDX:
1754
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1755
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. imp. βιόω.</p>'}