Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βίβημι
βιβρώσκω
βία
βιός
βίος
βίος
βίοτος
βίοω
βιόωνται
βιῴατο
βιῶναι
βιώτω
βλάβεν
βλάβω
βλάπτω
βλεῖο
βλεμεαίνω
βλέφαρον
βλήεται
βλῆτο
βλῆτρον
View word page
βιῶναι
aor. infin. βιόω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βιῶναι
Headword (normalized):
βιῶναι
Headword (normalized/stripped):
βιωναι
IDX:
1753
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1754
Key:
Data
{'content': '<p>aor. infin. βιόω.</p>'}