Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βιβάσθω
βιβάω
βίβημι
βιβρώσκω
βία
βιός
βίος
βίος
βίοτος
βίοω
βιόωνται
βιῴατο
βιῶναι
βιώτω
βλάβεν
βλάβω
βλάπτω
βλεῖο
βλεμεαίνω
βλέφαρον
βλήεται
View word page
βιόωνται

3 pl. pres. mid. βιάω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιόωνται
Headword (normalized):
βιόωνται
Headword (normalized/stripped):
βιοωνται
IDX:
1751
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1752
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. pres. mid. βιάω.</p>'}