Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀέκητι
ἀέκων
ἄελλα
ἀελλής
ἀελλόπος
ἀελπής
ἀελπτέω
ἀενάων
ἀέξω
ἀεργίη
ἀεργός
ἀέρθη
ἀερσίπους
ἀεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἄζαλέος
ἄζη
ἀζηκής
ἅζομαι
ἄζω
View word page
ἀεργός

(ἀϝεργός)

[ἀ-1 + (ϝ)έργον.]

ShortDef

not-working, idle

Debugging

Headword:
ἀεργός
Headword (normalized):
ἀεργός
Headword (normalized/stripped):
αεργος
IDX:
174
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.175
Key:

Data

{'content': '<p>(ἀϝεργός)</p> <p>[ἀ-1 + (ϝ)έργον.]</p>'}