Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βήσετο
βῆσσα
βητάρμων
βήτην
βήω
βιάζω
βίαιος
βιαίως
βιάω
βιβάσθω
βιβάω
βίβημι
βιβρώσκω
βία
βιός
βίος
βίος
βίοτος
βίοω
βιόωνται
βιῴατο
View word page
βιβάω

[redup. fr. βα-, βαίνω.]

(προ-.) = βιβάσθω.: μακρὰ βιβῶντα Il. 3.22. Cf. Il. 13.371, Il. 15.307, 686: Od. 11.539. (In all cases with βιβάντα, etc., from βίβημι. as v.l.)

ShortDef

to stride

Debugging

Headword:
βιβάω
Headword (normalized):
βιβάω
Headword (normalized/stripped):
βιβαω
IDX:
1742
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1743
Key:

Data

{'content': '<p>[redup. fr. βα-, βαίνω.]</p> <p>(προ-.) = βιβάσθω.: μακρὰ βιβῶντα Il. 3.22. Cf. Il. 13.371, Il. 15.307, 686: Od. 11.539. (In all cases with βιβάντα, etc., from βίβημι. as v.l.)</p>'}