Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βήσεται
βήσετο
βῆσσα
βητάρμων
βήτην
βήω
βιάζω
βίαιος
βιαίως
βιάω
βιβάσθω
βιβάω
βίβημι
βιβρώσκω
βία
βιός
βίος
βίος
βίοτος
βίοω
βιόωνται
View word page
βιβάσθω

[βιβάω.]

ShortDef

striding

Debugging

Headword:
βιβάσθω
Headword (normalized):
βιβάσθω
Headword (normalized/stripped):
βιβασθω
IDX:
1741
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1742
Key:

Data

{'content': '<p>[βιβάω.]</p>'}