Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βῆσαν2
βήσεται
βήσετο
βῆσσα
βητάρμων
βήτην
βήω
βιάζω
βίαιος
βιαίως
βιάω
βιβάσθω
βιβάω
βίβημι
βιβρώσκω
βία
βιός
βίος
βίος
βίοτος
βίοω
View word page
βιάω

[βίη.]

3 sing. pf. βεβίηκε Il. 10.145, 172, Il. 16.22.

3 pl. pres. mid. βιόωνται Od. 11.503.

3 pl. impf. βιόωντο Od. 23.9.

3 pl. opt. βιῴατο Il. 11.467.

ShortDef

to constrain

Debugging

Headword:
βιάω
Headword (normalized):
βιάω
Headword (normalized/stripped):
βιαω
IDX:
1740
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1741
Key:

Data

{'content': '<p>[βίη.]</p> <p>3 sing. pf. βεβίηκε Il. 10.145, 172, Il. 16.22.</p> <p>3 pl. pres. mid. βιόωνται Od. 11.503.</p> <p>3 pl. impf. βιόωντο Od. 23.9.</p> <p>3 pl. opt. βιῴατο Il. 11.467.</p>'}