Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βῆσαν1
βῆσαν2
βήσεται
βήσετο
βῆσσα
βητάρμων
βήτην
βήω
βιάζω
βίαιος
βιαίως
βιάω
βιβάσθω
βιβάω
βίβημι
βιβρώσκω
βία
βιός
βίος
βίος
βίοτος
View word page
βιαίως

[adv. fr. βίαιος.]

Forcefully, by force, with violence: γυναιξὶ παρευνάζεσθε β. Od. 22.37. Cf. Od. 2.237.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιαίως
Headword (normalized):
βιαίως
Headword (normalized/stripped):
βιαιως
IDX:
1739
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1740
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. βίαιος.]</p> <p>Forcefully, by force, with violence: γυναιξὶ παρευνάζεσθε β. Od. 22.37. Cf. Od. 2.237.</p>'}