Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βήμεναι
βῆν
βῆσαν1
βῆσαν2
βήσεται
βήσετο
βῆσσα
βητάρμων
βήτην
βήω
βιάζω
βίαιος
βιαίως
βιάω
βιβάσθω
βιβάω
βίβημι
βιβρώσκω
βία
βιός
βίος
View word page
βιάζω
[βίη.]
ShortDef
to constrain
Debugging
Headword:
βιάζω
Headword (normalized):
βιάζω
Headword (normalized/stripped):
βιαζω
IDX:
1737
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1738
Key:
Data
{'content': '<p>[βίη.]</p>'}