Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βῆμεν
βήμεναι
βῆν
βῆσαν1
βῆσαν2
βήσεται
βήσετο
βῆσσα
βητάρμων
βήτην
βήω
βιάζω
βίαιος
βιαίως
βιάω
βιβάσθω
βιβάω
βίβημι
βιβρώσκω
βία
βιός
View word page
βήω

aor. subj. βαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βήω
Headword (normalized):
βήω
Headword (normalized/stripped):
βηω
IDX:
1736
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1737
Key:

Data

{'content': '<p>aor. subj. βαίνω.</p>'}