Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βῆ
βηλός
βῆμεν
βήμεναι
βῆν
βῆσαν1
βῆσαν2
βήσεται
βήσετο
βῆσσα
βητάρμων
βήτην
βήω
βιάζω
βίαιος
βιαίως
βιάω
βιβάσθω
βιβάω
βίβημι
βιβρώσκω
View word page
βητάρμων
-ονος, ὁ
[app. βη-, βαίνω + ἁρμ-, ἁρμόζω. One who goes in measure.]
A dancer Od. 8.250, 383.
ShortDef
a dancer
Debugging
Headword:
βητάρμων
Headword (normalized):
βητάρμων
Headword (normalized/stripped):
βηταρμων
IDX:
1734
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1735
Key:
Data
{'content': '<p>-ονος, ὁ</p> <p>[app. βη-, βαίνω + ἁρμ-, ἁρμόζω. One who goes in measure.]</p> <p>A dancer Od. 8.250, 383.</p>'}