Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βέομαι
βέρεθρον
βῆ
βηλός
βῆμεν
βήμεναι
βῆν
βῆσαν1
βῆσαν2
βήσεται
βήσετο
βῆσσα
βητάρμων
βήτην
βήω
βιάζω
βίαιος
βιαίως
βιάω
βιβάσθω
βιβάω
View word page
βήσετο
3 sing. aor. mid. βαίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βήσετο
Headword (normalized):
βήσετο
Headword (normalized/stripped):
βησετο
IDX:
1732
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1733
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. mid. βαίνω.</p>'}