Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βέλτερος
βένθος
βένθοσδε
βέομαι
βέρεθρον
βῆ
βηλός
βῆμεν
βήμεναι
βῆν
βῆσαν1
βῆσαν2
βήσεται
βήσετο
βῆσσα
βητάρμων
βήτην
βήω
βιάζω
βίαιος
βιαίως
View word page
βῆσαν1

3 pl. intrans. aor. βαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βῆσαν1
Headword (normalized):
βῆσαν
Headword (normalized/stripped):
βησαν1
IDX:
1729
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1730
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. intrans. aor. βαίνω.</p>'}