Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βέλος
βέλτερος
βένθος
βένθοσδε
βέομαι
βέρεθρον
βῆ
βηλός
βῆμεν
βήμεναι
βῆν
βῆσαν1
βῆσαν2
βήσεται
βήσετο
βῆσσα
βητάρμων
βήτην
βήω
βιάζω
βίαιος
View word page
βῆν
1 sing. aor. βαίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βῆν
Headword (normalized):
βῆν
Headword (normalized/stripped):
βην
IDX:
1728
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1729
Key:
Data
{'content': '<p>1 sing. aor. βαίνω.</p>'}