Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βέλεμνον
βέλος
βέλτερος
βένθος
βένθοσδε
βέομαι
βέρεθρον
βῆ
βηλός
βῆμεν
βήμεναι
βῆν
βῆσαν1
βῆσαν2
βήσεται
βήσετο
βῆσσα
βητάρμων
βήτην
βήω
βιάζω
View word page
βήμεναι
βῆναι
aor. infin. βαίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βήμεναι
Headword (normalized):
βήμεναι
Headword (normalized/stripped):
βημεναι
IDX:
1727
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1728
Key:
Data
{'content': '<p>βῆναι</p> <p>aor. infin. βαίνω.</p>'}