Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βεβυσμένον
βεβῶσα
βέῃ
βείομαι
βέλεμνον
βέλος
βέλτερος
βένθος
βένθοσδε
βέομαι
βέρεθρον
βῆ
βηλός
βῆμεν
βήμεναι
βῆν
βῆσαν1
βῆσαν2
βήσεται
βήσετο
βῆσσα
View word page
βέρεθρον

-ου, τό.

ShortDef

underground course

Debugging

Headword:
βέρεθρον
Headword (normalized):
βέρεθρον
Headword (normalized/stripped):
βερεθρον
IDX:
1723
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1724
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, τό.</p>'}