Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βεβρώσεται
βεβυσμένον
βεβῶσα
βέῃ
βείομαι
βέλεμνον
βέλος
βέλτερος
βένθος
βένθοσδε
βέομαι
βέρεθρον
βῆ
βηλός
βῆμεν
βήμεναι
βῆν
βῆσαν1
βῆσαν2
βήσεται
βήσετο
View word page
βέομαι

See βείομαι.

ShortDef

I shall live

Debugging

Headword:
βέομαι
Headword (normalized):
βέομαι
Headword (normalized/stripped):
βεομαι
IDX:
1722
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1723
Key:

Data

{'content': '<p>See βείομαι.</p>'}