Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβρωκώς
βεβρώσεται
βεβυσμένον
βεβῶσα
βέῃ
βείομαι
βέλεμνον
βέλος
βέλτερος
βένθος
βένθοσδε
βέομαι
βέρεθρον
βῆ
βηλός
βῆμεν
βήμεναι
βῆν
βῆσαν1
View word page
βέλτερος

[comp. fr. βολ-, βόλομαι].

Better.

In neut. βέλτερον with or without copula, it is (would be) better: β. δς προφύγῃ κακόν Il. 14.81 ([κείνῳ] ὅς = εἴ τις).

With complementary infin.: β. ἀπολέσθαι Il. 15.511. Cf. Il. 15.197, Il. 18.302, Il. 21.485, Il. 22.129.

With dat. and infin.: πτωχῷ β. ἐστι δαῖτα πτωχεύειν Od. 17.18.

With εἰ: β., εἰ καὐτὴ πόσιν εὗρεν ἄλλοθεν Od. 7.282.

ShortDef

better, more excellent

Debugging

Headword:
βέλτερος
Headword (normalized):
βέλτερος
Headword (normalized/stripped):
βελτερος
IDX:
1719
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1720
Key:

Data

{'content': '<p>[comp. fr. βολ-, βόλομαι].</p> <p>Better.</p> <p>In neut. βέλτερον with or without copula, it is (would be) better: β. δς προφύγῃ κακόν Il. 14.81 ([κείνῳ] ὅς = εἴ τις).</p> <p>With complementary infin.: β. ἀπολέσθαι Il. 15.511. Cf. Il. 15.197, Il. 18.302, Il. 21.485, Il. 22.129.</p> <p>With dat. and infin.: πτωχῷ β. ἐστι δαῖτα πτωχεύειν Od. 17.18.</p> <p>With εἰ: β., εἰ καὐτὴ πόσιν εὗρεν ἄλλοθεν Od. 7.282.</p>'}