Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βέβριθε
βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβρωκώς
βεβρώσεται
βεβυσμένον
βεβῶσα
βέῃ
βείομαι
βέλεμνον
βέλος
βέλτερος
βένθος
βένθοσδε
βέομαι
βέρεθρον
βῆ
βηλός
βῆμεν
βήμεναι
βῆν
View word page
βέλος

-εος, τό

[βάλλω.]

Dat. pl. βελέεσσι Il. 5.622, Il. 11.576, 589, Il. 13.511, etc.: Od. 3.280, Od. 5.124, Od. 11.173, 199, Od. 15.411. βέλεσσι Il. 1.42, Il. 13.555, Il. 24.759. βέλεσι Il. 11.657: Od. 16.277.

A missile.

ShortDef

projectile; arrow, weapon

Debugging

Headword:
βέλος
Headword (normalized):
βέλος
Headword (normalized/stripped):
βελος
IDX:
1718
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1719
Key:

Data

{'content': '<p>-εος, τό</p> <p>[βάλλω.]</p> <p>Dat. pl. βελέεσσι Il. 5.622, Il. 11.576, 589, Il. 13.511, etc.: Od. 3.280, Od. 5.124, Od. 11.173, 199, Od. 15.411. βέλεσσι Il. 1.42, Il. 13.555, Il. 24.759. βέλεσι Il. 11.657: Od. 16.277.</p> <p>A missile.</p>'}