Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βεβλήκει(ν)
βέβληται
βέβολήατο
βέβριθε
βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβρωκώς
βεβρώσεται
βεβυσμένον
βεβῶσα
βέῃ
βείομαι
βέλεμνον
βέλος
βέλτερος
βένθος
βένθοσδε
βέομαι
βέρεθρον
βῆ
βηλός
View word page
βέῃ
See next.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βέῃ
Headword (normalized):
βέῃ
Headword (normalized/stripped):
βεη
IDX:
1715
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1716
Key:
Data
{'content': '<p>See next.</p>'}