Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
βεβλήκει(ν)
βέβληται
βέβολήατο
βέβριθε
βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβρωκώς
βεβρώσεται
βεβυσμένον
βεβῶσα
βέῃ
βείομαι
βέλεμνον
βέλος
βέλτερος
βένθος
βένθοσδε
View word page
βεβρωκώς

pf. pple. βιβρώσκω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβρωκώς
Headword (normalized):
βεβρωκώς
Headword (normalized/stripped):
βεβρωκως
IDX:
1711
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1712
Key:

Data

{'content': '<p>pf. pple. βιβρώσκω.</p>'}