Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
βεβλήκει(ν)
βέβληται
βέβολήατο
βέβριθε
βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβρωκώς
βεβρώσεται
βεβυσμένον
βεβῶσα
βέῃ
βείομαι
βέλεμνον
βέλος
βέλτερος
βένθος
View word page
βεβρώθοις

2 sing. pf. opt. βιβρώσκω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβρώθοις
Headword (normalized):
βεβρώθοις
Headword (normalized/stripped):
βεβρωθοις
IDX:
1710
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1711
Key:

Data

{'content': '<p>2 sing. pf. opt. βιβρώσκω.</p>'}