Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
βεβλήκει(ν)
βέβληται
βέβολήατο
βέβριθε
βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβρωκώς
βεβρώσεται
βεβυσμένον
βεβῶσα
βέῃ
βείομαι
βέλεμνον
βέλος
βέλτερος
View word page
βέβρυχε
3 sing. pf. βρυχάομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βέβρυχε
Headword (normalized):
βέβρυχε
Headword (normalized/stripped):
βεβρυχε
IDX:
1709
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1710
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. βρυχάομαι.</p>'}