Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀεικίζω
αἴρω
ἀεκαζόμενος
ἀεκήλιος
ἀέκητι
ἀέκων
ἄελλα
ἀελλής
ἀελλόπος
ἀελπής
ἀελπτέω
ἀενάων
ἀέξω
ἀεργίη
ἀεργός
ἀέρθη
ἀερσίπους
ἀεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἄζαλέος
View word page
ἀελπτέω
(ἀϝελπτέω) [ἀ-1 + (ϝ)έλπω.]
ShortDef
to have no hope
Debugging
Headword:
ἀελπτέω
Headword (normalized):
ἀελπτέω
Headword (normalized/stripped):
αελπτεω
IDX:
170
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.171
Key:
Data
{'content': '<p>(ἀϝελπτέω)\n[ἀ-1 + (ϝ)έλπω.]</p>'}