Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
βεβλήκει(ν)
βέβληται
βέβολήατο
βέβριθε
βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβρωκώς
βεβρώσεται
βεβυσμένον
βεβῶσα
βέῃ
βείομαι
βέλεμνον
βέλος
View word page
βέβριθε
3 sing. pf. βρίθω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βέβριθε
Headword (normalized):
βέβριθε
Headword (normalized/stripped):
βεβριθε
IDX:
1708
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1709
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. βρίθω.</p>'}