Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
βεβλήκει(ν)
βέβληται
βέβολήατο
βέβριθε
βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβρωκώς
βεβρώσεται
βεβυσμένον
βεβῶσα
βέῃ
βείομαι
View word page
βέβληται
3 sing. pf. pass. βάλλω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βέβληται
Headword (normalized):
βέβληται
Headword (normalized/stripped):
βεβληται
IDX:
1706
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1707
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. pass. βάλλω.</p>'}