Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
βεβλήκει(ν)
βέβληται
βέβολήατο
βέβριθε
βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβρωκώς
βεβρώσεται
βεβυσμένον
βεβῶσα
View word page
βεβλήαται
3 pl. pf. pass. βάλλω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βεβλήαται
Headword (normalized):
βεβλήαται
Headword (normalized/stripped):
βεβληαται
IDX:
1704
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1705
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. pf. pass. βάλλω.</p>'}