Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βάτος
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
βεβλήκει(ν)
βέβληται
βέβολήατο
βέβριθε
βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβρωκώς
βεβρώσεται
βεβυσμένον
View word page
βέβληαι

2 sing. pf. pass. βάλλω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βέβληαι
Headword (normalized):
βέβληαι
Headword (normalized/stripped):
βεβληαι
IDX:
1703
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1704
Key:

Data

{'content': '<p>2 sing. pf. pass. βάλλω.</p>'}