Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βάτην
βάτος
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
βεβλήκει(ν)
βέβληται
βέβολήατο
βέβριθε
βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβρωκώς
βεβρώσεται
View word page
βεβλαμμένον

acc. sing. masc. pf. pple. pass. βλάπτω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβλαμμένον
Headword (normalized):
βεβλαμμένον
Headword (normalized/stripped):
βεβλαμμενον
IDX:
1702
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1703
Key:

Data

{'content': '<p>acc. sing. masc. pf. pple. pass. βλάπτω.</p>'}