Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βαστάζω
βάτην
βάτος
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
βεβλήκει(ν)
βέβληται
βέβολήατο
βέβριθε
βέβρυχε
βεβρώθοις
βεβρωκώς
View word page
βεβίηκε
3 sing. pf. βιάω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βεβίηκε
Headword (normalized):
βεβίηκε
Headword (normalized/stripped):
βεβιηκε
IDX:
1701
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1702
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. βιάω.</p>'}