Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βάσκω
βαστάζω
βάτην
βάτος
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
βεβλήκει(ν)
βέβληται
βέβολήατο
βέβριθε
βέβρυχε
βεβρώθοις
View word page
βέβηκε
3 sing. pf. βαίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βέβηκε
Headword (normalized):
βέβηκε
Headword (normalized/stripped):
βεβηκε
IDX:
1700
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1701
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. βαίνω.</p>'}