Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βασιληΐς
βάσκω
βαστάζω
βάτην
βάτος
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
βεβλήκει(ν)
βέβληται
βέβολήατο
βέβριθε
βέβρυχε
View word page
βεβαώς

pf. pple. βαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβαώς
Headword (normalized):
βεβαώς
Headword (normalized/stripped):
βεβαως
IDX:
1699
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1700
Key:

Data

{'content': '<p>pf. pple. βαίνω.</p>'}