Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀάσχετος
ἀᾶται
ἄατος
ἀβακέω
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχρός
ἄβρομος
ἀβροτάξω
ἀβρότη
ἀγάασθε
ἄγαγον
ἀγαθός
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἄγαμαι
ἄγαμος
View word page
ἀγάασθε
2 pl. ἄγαμαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγάασθε
Headword (normalized):
ἀγάασθε
Headword (normalized/stripped):
αγαασθε
IDX:
16
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.17
Key:
Data
{'content': '<p>2 pl. ἄγαμαι.</p>'}