Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βασιλήϊος
βασιληΐς
βάσκω
βαστάζω
βάτην
βάτος
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
βεβλήκει(ν)
βέβληται
βέβολήατο
βέβριθε
View word page
βέβασαν

3 pl. plupf. βαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βέβασαν
Headword (normalized):
βέβασαν
Headword (normalized/stripped):
βεβασαν
IDX:
1698
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1699
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. plupf. βαίνω.</p>'}