Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βασιλεύτερος
βασιλεύω
βασιλήϊος
βασιληΐς
βάσκω
βαστάζω
βάτην
βάτος
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
βεβλήκει(ν)
βέβληται
View word page
βεβάμεν
pf. infin. βαίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βεβάμεν
Headword (normalized):
βεβάμεν
Headword (normalized/stripped):
βεβαμεν
IDX:
1696
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1697
Key:
Data
{'content': '<p>pf. infin. βαίνω.</p>'}