Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βασιλεύτατος
βασιλεύτερος
βασιλεύω
βασιλήϊος
βασιληΐς
βάσκω
βαστάζω
βάτην
βάτος
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
βεβλήκει(ν)
View word page
βέβακται

3 sing. pf. pass. βάζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βέβακται
Headword (normalized):
βέβακται
Headword (normalized/stripped):
βεβακται
IDX:
1695
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1696
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. pf. pass. βάζω.</p>'}