Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βασιλεύς
βασιλεύτατος
βασιλεύτερος
βασιλεύω
βασιλήϊος
βασιληΐς
βάσκω
βαστάζω
βάτην
βάτος
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
βεβλήαται
View word page
βεβάασι

3 pl. pf. βαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβάασι
Headword (normalized):
βεβάασι
Headword (normalized/stripped):
βεβαασι
IDX:
1694
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1695
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. pf. βαίνω.</p>'}