Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βασίλεια
βασιλεύς
βασιλεύτατος
βασιλεύτερος
βασιλεύω
βασιλήϊος
βασιληΐς
βάσκω
βαστάζω
βάτην
βάτος
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
βέβληαι
View word page
βάτος

-ου.

ShortDef

a bramble-bush
fish
Hebr. measure, bath

Debugging

Headword:
βάτος
Headword (normalized):
βάτος
Headword (normalized/stripped):
βατος
IDX:
1693
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1694
Key:

Data

{'content': '<p>-ου.</p>'}