Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βάς
βασίλεια
βασιλεύς
βασιλεύτατος
βασιλεύτερος
βασιλεύω
βασιλήϊος
βασιληΐς
βάσκω
βαστάζω
βάτην
βάτος
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
βεβίηκε
βεβλαμμένον
View word page
βάτην

3 dual aor. βαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάτην
Headword (normalized):
βάτην
Headword (normalized/stripped):
βατην
IDX:
1692
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1693
Key:

Data

{'content': '<p>3 dual aor. βαίνω.</p>'}