Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βαρύνω
βαρύς
βάς
βασίλεια
βασιλεύς
βασιλεύτατος
βασιλεύτερος
βασιλεύω
βασιλήϊος
βασιληΐς
βάσκω
βαστάζω
βάτην
βάτος
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
βέβηκε
View word page
βάσκω

[in form iterative fr. βα-, βαίνω.]

(ἐπι-, παρα-.)

ShortDef

speed thee! away!

Debugging

Headword:
βάσκω
Headword (normalized):
βάσκω
Headword (normalized/stripped):
βασκω
IDX:
1690
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1691
Key:

Data

{'content': '<p>[in form iterative fr. βα-, βαίνω.]</p> <p>(ἐπι-, παρα-.)</p>'}