Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βαρύθω
βαρύνω
βαρύς
βάς
βασίλεια
βασιλεύς
βασιλεύτατος
βασιλεύτερος
βασιλεύω
βασιλήϊος
βασιληΐς
βάσκω
βαστάζω
βάτην
βάτος
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
βεβαρηότα
βέβασαν
βεβαώς
View word page
βασιληΐς

-ΐδος, ἡ

[as βασιλήϊος.]

Royal, princely Il. 7.193.

ShortDef

royal

Debugging

Headword:
βασιληΐς
Headword (normalized):
βασιληΐς
Headword (normalized/stripped):
βασιληις
IDX:
1689
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1690
Key:

Data

{'content': '<p>-ΐδος, ἡ</p> <p>[as βασιλήϊος.]</p> <p>Royal, princely Il. 7.193.</p>'}