Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βαρβαρόφωνος
βάρδιστος
βαρέω
βαρύθω
βαρύνω
βαρύς
βάς
βασίλεια
βασιλεύς
βασιλεύτατος
βασιλεύτερος
βασιλεύω
βασιλήϊος
βασιληΐς
βάσκω
βαστάζω
βάτην
βάτος
βεβάασι
βέβακται
βεβάμεν
View word page
βασιλεύτερος

[comp. fr. βασιλεύς.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βασιλεύτερος
Headword (normalized):
βασιλεύτερος
Headword (normalized/stripped):
βασιλευτερος
IDX:
1686
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1687
Key:

Data

{'content': '<p>[comp. fr. βασιλεύς.]</p>'}