Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βάπτω
βαρβαρόφωνος
βάρδιστος
βαρέω
βαρύθω
βαρύνω
βαρύς
βάς
βασίλεια
βασιλεύς
βασιλεύτατος
βασιλεύτερος
βασιλεύω
βασιλήϊος
βασιληΐς
βάσκω
βαστάζω
βάτην
βάτος
βεβάασι
βέβακται
View word page
βασιλεύτατος

[superl. fr. βασιλεύς.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βασιλεύτατος
Headword (normalized):
βασιλεύτατος
Headword (normalized/stripped):
βασιλευτατος
IDX:
1685
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1686
Key:

Data

{'content': '<p>[superl. fr. βασιλεύς.]</p>'}