Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βάλλω
βαμβαίνω
βάν
βάπτω
βαρβαρόφωνος
βάρδιστος
βαρέω
βαρύθω
βαρύνω
βαρύς
βάς
βασίλεια
βασιλεύς
βασιλεύτατος
βασιλεύτερος
βασιλεύω
βασιλήϊος
βασιληΐς
βάσκω
βαστάζω
βάτην
View word page
βάς

aor. pple. βαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάς
Headword (normalized):
βάς
Headword (normalized/stripped):
βας
IDX:
1682
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1683
Key:

Data

{'content': '<p>aor. pple. βαίνω.</p>'}