Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀεικέλιος
ἀεικελίως
ἀεικής
ἀεικίζω
αἴρω
ἀεκαζόμενος
ἀεκήλιος
ἀέκητι
ἀέκων
ἄελλα
ἀελλής
ἀελλόπος
ἀελπής
ἀελπτέω
ἀενάων
ἀέξω
ἀεργίη
ἀεργός
ἀέρθη
ἀερσίπους
ἀεσα
View word page
ἀελλής

[app. = ἀολλής.]

Crowded; hence, dense: κονίσαλος Il. 3.13.

ShortDef

eddying

Debugging

Headword:
ἀελλής
Headword (normalized):
ἀελλής
Headword (normalized/stripped):
αελλης
IDX:
167
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.168
Key:

Data

{'content': '<p>[app. = ἀολλής.]</p> <p>Crowded; hence, dense: κονίσαλος Il. 3.13.</p>'}