Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βαθύς
βαθύσχοινος
βαίνω
βάλανος
βάλλω
βαμβαίνω
βάν
βάπτω
βαρβαρόφωνος
βάρδιστος
βαρέω
βαρύθω
βαρύνω
βαρύς
βάς
βασίλεια
βασιλεύς
βασιλεύτατος
βασιλεύτερος
βασιλεύω
βασιλήϊος
View word page
βαρέω
[βαρύς.]
Pf. pple. βεβαρηώς, -ότος.
ShortDef
to weigh down, depress
Debugging
Headword:
βαρέω
Headword (normalized):
βαρέω
Headword (normalized/stripped):
βαρεω
IDX:
1678
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1679
Key:
Data
{'content': '<p>[βαρύς.]</p> <p>Pf. pple. βεβαρηώς, -ότος.</p>'}