Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βαθυρρείτης
βαθύρροος
βαθύς
βαθύσχοινος
βαίνω
βάλανος
βάλλω
βαμβαίνω
βάν
βάπτω
βαρβαρόφωνος
βάρδιστος
βαρέω
βαρύθω
βαρύνω
βαρύς
βάς
βασίλεια
βασιλεύς
βασιλεύτατος
βασιλεύτερος
View word page
βαρβαρόφωνος
[βάρβαρος, foreign + φωνή.]
App. referring to harshness of speech = ἀγριόφωνος, Il. 2.867.
ShortDef
speaking a foreign tongue
Debugging
Headword:
βαρβαρόφωνος
Headword (normalized):
βαρβαρόφωνος
Headword (normalized/stripped):
βαρβαροφωνος
IDX:
1676
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1677
Key:
Data
{'content': '<p>[βάρβαρος, foreign + φωνή.]</p> <p>App. referring to harshness of speech = ἀγριόφωνος, Il. 2.867.</p>'}