Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βαθύνω
βαθυρρείτης
βαθύρροος
βαθύς
βαθύσχοινος
βαίνω
βάλανος
βάλλω
βαμβαίνω
βάν
βάπτω
βαρβαρόφωνος
βάρδιστος
βαρέω
βαρύθω
βαρύνω
βαρύς
βάς
βασίλεια
βασιλεύς
βασιλεύτατος
View word page
βάπτω

To plunge (into water): πέλεκυν Od. 9.392.

ShortDef

to dip in water

Debugging

Headword:
βάπτω
Headword (normalized):
βάπτω
Headword (normalized/stripped):
βαπτω
IDX:
1675
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1676
Key:

Data

{'content': '<p>To plunge (into water): πέλεκυν Od. 9.392.</p>'}